- πολύ-τριπτος
πολύ-τριπτος, viel, sehr gerieben, sein; Opp. Hal. 3, 502; Nic. Th. 105.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-τριπτος, viel, sehr gerieben, sein; Opp. Hal. 3, 502; Nic. Th. 105.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύτριπτος — ον, Α 1. πολύ λεπτός 2. (για τόπο) αυτός τον οποίο πατούν πολλοί, πολυσύχναστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τριπτός (< τρίβω)] … Dictionary of Greek
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek