- πολύ-τρωτος
πολύ-τρωτος, viel verwundet, im Ggstz von ἄτρωτος, Polem. 2, 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-τρωτος, viel verwundet, im Ggstz von ἄτρωτος, Polem. 2, 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογχότρωτος — λογχότρωτος, ον (Μ) πληγωμένος από λόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + τρωτος (< τιτρώσκω), πρβλ. βελό τρωτος, πολύ τρωτος] … Dictionary of Greek
πολύτρωτος — ον, ΝΜ αυτός που φέρει πολλά τραύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρωτός (< τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. νεό τρωτος] … Dictionary of Greek
Κρίσνα — Θεότητα του ινδουισμού. Θεωρείται αβατάρ, δηλαδή ενσάρκωση του θεού Βισνού. Ωστόσο, για πολλούς πιστούς, ο Κ. είναι ο ανώτατος θεός και σωτήρας του κόσμου, μη πεπερασμένος χρονικά και τοπικά. Σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση, ο Κ. καταγόταν… … Dictionary of Greek