- πολύ-σῑνος
πολύ-σῑνος, viel schadend, Aesch. Ch. 440.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-σῑνος, viel schadend, Aesch. Ch. 440.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύσινος — ον, Α αυτός που έχει πολλά ελαττώματα, πολλά κουσούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σίνος «σωματική βλάβη, ελάττωμα»] … Dictionary of Greek
πολυσινής — και επικ. τ. πουλυσινής, ές, Α πολύ βλαβερός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σινής (< σίνος «βλάβη, φθορά»), πρβλ. επι σινής] … Dictionary of Greek
κακόσινος — κακόσινος, ον (Α) πολύ επιβλαβής, βλαπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σίνος «βλάβη, φθορά»] … Dictionary of Greek
φυλλοσινής — ές, Α αυτός που καταστρέφει τα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + σινής (< σίνος < σίνομαι «βλάπτω»), πρβλ. πολυ σινής] … Dictionary of Greek