πολύ-σεμνος

πολύ-σεμνος

πολύ-σεμνος, sehr ehrwürdig, = Folgdm, Ὄσιρις, Ep. (App. 281).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάνσεμνος — ον, ΜΑ μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής («πάνσεμνα φῂς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα», Λουκιαν.) μσν. πάρα πολύ σεμνός, υπόδειγμα σεμνότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σεμνός «σεβαστός, μεγαλοπρεπής»] …   Dictionary of Greek

  • εφταπάρθενος — η, ο 1. πολύ αγνός, πολύ σεμνός («εφταπάρθενο κορίτσι») 2. φρ. «εφταπάρθενος χορός» λαϊκή ονομασία τών αστερισμών τών Πλειάδων (κν. Πούλια) ή τής Μεγάλης Άρκτου, που οι λαμπρότεροι αστέρες τους είναι επτά …   Dictionary of Greek

  • περίσεμνος — ον, Α πολύ σεμνός, πολύ σεβαστός, εξαιρετικά σεβάσμιος («τὴν περίσεμνον τριάδα», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • πολύσεμνος — ον, Α πολύ σεβάσμιος, πολυσέβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σεμνός] …   Dictionary of Greek

  • μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Λούκαρης, Κύριλλος — (Χάνδακας [σημερινό Ηράκλειο Κρήτης] 1572 – Κωνσταντινούπολη 1638). Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1601 20) και Κωνσταντινουπόλεως (πέντε φορές συνολικά, 1620 23, 1623 33, 1633 34, 1634 35, 1637 38). Ξεκίνησε τις σπουδές του στο σχολείο του σιναϊτικού… …   Dictionary of Greek

  • σεμνόποτος — ον, Α (για κρασί από τη Λέσβο) ακριβός, δαπανηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + ποτος (< ποτός* < πίνω), πρβλ. πολύ ποτος] …   Dictionary of Greek

  • ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… …   Dictionary of Greek

  • υπέρσεμνος — ον, ΜΑ [σεμνός] πάρα πολύ σοβαρός, σοβαρότατος. επίρρ... ὑπερσέμνως Μ με σοβαρότατο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • υπερσεμνύω — ΜΑ μσν. επαινώ κάποιον πολύ αρχ. μέσ. ὑπερσεμνύνομαι καυχιέμαι υπερβολικά, κομπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σεμνύνω «επαινώ» (< σεμνός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”