- πολύ-σκιος
πολύ-σκιος, mit vielem Schatten, sehr schattig, Xen. Cyn. 5, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-σκιος, mit vielem Schatten, sehr schattig, Xen. Cyn. 5, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύσκιος — α, ο / πολύσκιος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ή ρίχνει πολλή σκιά, πολύ σκιερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ σκιος] … Dictionary of Greek
μακρόσκιος — α, ο (AM μακρόσκιος, ον) αυτός που ρίχνει μεγάλη σκιά αρχ. (για λαούς) αυτός που κατοικεί μακριά από τον ισημερινό, δηλαδή σε μεγάλα γεωγραφικά πλάτη και δέχεται τις ακτίνες τού Ηλίου πολύ πλαγίως («οἱ μέν εἰσιν ἄσκιοι, οἱ δὲ βραχύσκιοι, οἱ δὲ… … Dictionary of Greek
ολόσκιος — α, ο (Α ὁλόσκιος, ον) πολύ σκιερός, ολόσκιωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σκιος (< σκιά), πρβλ. μεγαλό σκιος] … Dictionary of Greek
αμφίσκιος — ἀμφίσκιος, ον (Α) 1. (για τη διακεκαυμένη ζώνη) αυτός που ρίχνει τη σκιά του προς δύο αντίθετα μέρη (άλλοτε προς τον Βορρά και άλλοτε προς τον Νότο) 2. ο πολύ αποσκιερός, βαθύσκιωτος 3. (το αρσενικό στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) οἱ ἀμφίσκιοι οι… … Dictionary of Greek