πολύ-σκεπτος

πολύ-σκεπτος

πολύ-σκεπτος, viel od. weit gesehen, Βοώτης, Arat. 136.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύσκεπτος — εὔσκεπτος, ον (Α) αυτός που εξετάζεται εύκολα («εὔσκεπτόν γε σκέψιν προβέβληκας», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκεπτός (< σκέπτομαι), πρβλ. αξιό σκεπτος, πολύ σκεπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”