πολύ-σκαρθμος

πολύ-σκαρθμος

πολύ-σκαρθμος, viel, stark od. weit springend; Il. 2, 814, Μυρίνης, wo es Andere erkl. = die mit schnellen Rossen fährt od. reitet, vgl. Strab. 12, 8, 6. – Vom Esel, Nic. Ther. 350; auch νῆες, Qu. Sm. 5, 657.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύσκαρθμος — ον, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία Αμαζόνας) αυτός που σκιρτά, που πηδά πολύ, αυτός που κινείται ή τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος 2. αυτός που οδηγεί άλογα που τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα («κἀκείνην οὖν πολύσκαρθμον διὰ τὸ ἀπὸ τῆς ἡνιοχείας τάχος»,… …   Dictionary of Greek

  • ταχύσκαρθμος — ον, Α ταχυκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + σκαρθμός (< σκαίρω «σκιρτώ, πηδώ»), πρβλ. πολύ σκαρθμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”