πολύ-σκαλμος

πολύ-σκαλμος

πολύ-σκαλμος, vielruderig, ναυτιλία, Leonid. Tar. 91 (VII, 295).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατάσκαλμος — κατάσκαλμος, ον (Μ) αυτός που κωπηλατεί καθισμένος στην ίδια σειρά με τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκαλμος (< σκαλμός «το ξύλο στο οποίο προσαρμόζεται το κουπί»), πρβλ. εύ σκαλμος, πολύ σκαλμος] …   Dictionary of Greek

  • πολύσκαλμος — ον, Α 1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει πολλά κουπιά, πολύκωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκαλμός] …   Dictionary of Greek

  • σκάλλω — ΜΑ σκάβω («σκαλλομένης τῆς περικειμένης γῆς», Γεωπ.) αρχ. μτφ. α) αναζητώ, ερευνώ («νυκτὸς μετὰ καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλον τὸ πνεῡμά μου», ΠΔ) β) ενοχλώ ή ταράζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκάλλω (< *σκαλ jω) ανάγεται στη συνεσταλμένη… …   Dictionary of Greek

  • τύλη — η, ΝΑ, και δωρ. τ. τύλα Α υπόστρωμα πάνω στο οποίο τοποθετούν τα βάρη οι αχθοφόροι νεοελλ. υπόστρωμα σάγματος ή σέλας αρχ. 1. μέρος τού σώματος που έχει κυρτωθεί από πίεση, όπως ο ώμος αχθοφόρου 2. καμπούρα καμήλας, ύβος 3. προσκεφάλι, προσκέφαλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”