πολύ-στρεπτος

πολύ-στρεπτος

πολύ-στρεπτος, = Folgdm; κάλως, Orph. Arg. 1092; Christod. ecphr. 172. 224 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύστρεπτος — ον, ΜΑ πολύ συνεστραμμένος, αυτός που έχει συστραφεί πολλές φορές μσν. 1. αυτός που έχει εντελώς ανατραπεί («ἐξέχεε χθονὶ κέρμα πολυστρέπτοιο τραπέζης», Νόνν.) 2. μτφ. ευμετάβλητος, άστατος («τὸ ἄστατον καὶ πολύστρεπτον τῆς θαλάσσης», Ιω. Λυδ.).… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • στρεπτόκοκκος — Σφαιρικοί ή ωοειδείς κόκκοι μεγέθους 0,7 1 μ. Οι σ. είναι μικρόβια πολύ διαδομένα στο περιβάλλον. Άλλοι ζουν ελεύθερα στη φύση όπως στο γάλα, σε τρόφιμα φυτικής προέλευσης και άλλοι παρασιτούν στο στόμα, τις αναπνευστικές οδούς ή το έντερο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”