πολύ-στρεβλος

πολύ-στρεβλος

πολύ-στρεβλος, verstärktes simplex, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύστρεβλος — ον, Α 1. πολύ στρεβλός, πολύστρεπτος* 2. μτφ. αυτός που είναι δόλιος, πανούργος σε μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στρεβλός] …   Dictionary of Greek

  • σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”