- πολύ-σπλαγχνος
πολύ-σπλαγχνος, sehr mitleidig, N. T. u. K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-σπλαγχνος, sehr mitleidig, N. T. u. K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύσπλαγχνος — ον, ΜΑ πολύ ευσπλανχνικός, πολυεύσπλανχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπλαγχνος (< σπλάγχνα «καρδιά»), πρβλ. μεγαλό σπλαγχνος] … Dictionary of Greek