- πολύ-πλεκτος
πολύ-πλεκτος, viel geflochten; Nic. Al. 224; Nonn. D. 5, 247.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-πλεκτος, viel geflochten; Nic. Al. 224; Nonn. D. 5, 247.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύπλεκτος — ο / πολύπλεκτος, ον, ΝΑ νεοελλ. κεφαλόποδο που έχει εκλείψει αρχ. ο πολύ πλεγμένος («πολύπλεκτοι σειραί», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. σύμ πλεκτος] … Dictionary of Greek