- πολύ-ποινος
πολύ-ποινος, viel strafend, Parmenids. frg. 14 b. S. Emp. adv. math. 7, 111.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-ποινος, viel strafend, Parmenids. frg. 14 b. S. Emp. adv. math. 7, 111.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύποινος — ον, Α αυτός που επιβάλλει πολλές ποινές, που τιμωρεί αυστηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ποινος (< ποινή), πρβλ. αξιό ποινος, υστερό ποινος] … Dictionary of Greek
ωκύποινος — ον, Α αυτός που τιμωρείται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + ποινος (< ποινή), πρβλ. πολύ ποινος] … Dictionary of Greek
υστερόποινος — ον, Α αυτός που επιβάλλει ποινή πολύ μετά από τη διάπραξη ενός αδικήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιό ποινος] … Dictionary of Greek