- πολύ-πλευρος
πολύ-πλευρος, vielseitig, Plut. de sol. anim. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-πλευρος, vielseitig, Plut. de sol. anim. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόπλευρος — ἑτερόπλευρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει δύο εμφανείς όψεις («ἑτερόπλευροι λίθοι») 2. αυτός που έχει άνισες πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύ πλευρος)] … Dictionary of Greek
πολύπλευρος — η, ο / πολύπλευρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο σχήμα») νεοελλ. μτφ. αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο ζήτημα» β. «πολύπλευρη προσφορά») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύπλευρον το φυτό… … Dictionary of Greek
τανύπλευρος — ον, Α αυτός που έχει μακριές, μεγάλες πλευρές, τεράστιος, πελώριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύ πλευρος] … Dictionary of Greek
μεγάπλευρος — μεγάπλευρος, ον (Μ) αυτός ο οποίος έχει μεγάλες πλευρές («μεγάπλευρον βοῡν», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + πλευρά (πρβλ. πολύ πλευρος)] … Dictionary of Greek