- πολυ-ώδυνος
πολυ-ώδυνος, sehr schmerzhaft, großen Schmerz verursachend, λαμπὰς ἔρωτος, Marian. Schol. 1 (Plan. 201). – Häufiger pass., großen Schmerz leidend; Philoktet, Glauc. 5 (Plan. 111); Pallad. 38 (XI, 386).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-ώδυνος, sehr schmerzhaft, großen Schmerz verursachend, λαμπὰς ἔρωτος, Marian. Schol. 1 (Plan. 201). – Häufiger pass., großen Schmerz leidend; Philoktet, Glauc. 5 (Plan. 111); Pallad. 38 (XI, 386).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυώδυνος — η, ο / πολυώδυνος, ον, ΝΑ 1. αυτός που προκαλεί πολλές οδύνες, πολύ οδυνηρός 2. αυτός που υποφέρει από μεγάλο πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ώδυνος (< ὀδύνη), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. περι ώδυνος)] … Dictionary of Greek
πανώδυνος — ον, Α γεμάτος οδύνη, οδυνηρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ώδινος (< ὀδύνη), πρβλ. πολυ ώδυνος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
περιώδυνος — ον, Α 1. αυτός που προκαλεί πολύ ισχυρό πόνο 2. αυτός που αισθάνεται πολύ δυνατό πόνο. επίρρ... περιωδύνως με πολύ δυνατό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ώδυνος (< ὀδύνη), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. αν ώδυνος)] … Dictionary of Greek
υπερώδυνος — ον, Α πάρα πολύ οδυνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. ἐπ ώδυνος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek