- πολυ-ΐστωρ
πολυ-ΐστωρ, ὁ, ἡ, viel wissend, gelehrt, βίβλος, Apollnds. 22 (IX, 280).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-ΐστωρ, ὁ, ἡ, viel wissend, gelehrt, βίβλος, Apollnds. 22 (IX, 280).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυΐστωρ — ο, η, ΝΑ 1. πολυμαθής, πολύξερος («ὁ δὲ ποιητής πολύφωνός τις ὥν καὶ πολυΐστωρ», Στράβ.) νεοελλ. (για συγγραφέα) α) αυτός που γράφει για πολλά και ποικίλα θέματα β) αυτός που ασχολείται με διάφορα είδη τού γραπτού λόγου αρχ. (για πράγμα) αυτός… … Dictionary of Greek
μεγαλίστωρ — μεγαλίστωρ, ορος, ὁ (ΑM) αυτός που γνωρίζει πολλά και σπουδαία πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ἵστωρ (< οἶδα), πρβλ. πολυ ίστωρ] … Dictionary of Greek
ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… … Dictionary of Greek
υπερίστωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός που γνωρίζει κάτι πολύ καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἴστωρ «αυτός που γνωρίζει καλά, έμπειρος»] … Dictionary of Greek