πολυ-ώνυμος

πολυ-ώνυμος

πολυ-ώνυμος, vielnamig, unter vielen Namen verehrt, Beiwort der Götter; H. h. Cer. 18. 32 (Bacchus, Soph. Ant. 1102; Artemis, Ar. Thesm. 320); vgl. Callim. Ap. 70 Dian. 7; Theocr. 15, 109; Ἶσις, Ep. (Ann. 281); κούρα, von der Jungfrau Maria, En. ad. 707 (Ann. 384); auch in Prosa, Plat. Phaedr. 283 a; sehr berühmt, H. h. Apoll. 82; ὕδωρ, Hes. Th. 785; Θεία, Pind. I. 4, 1; ἄντρον, P. 1, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -ώνυμος — η, ο / ώνυμος, ον, ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής (πρβλ. μεγαλ ώνυμος, μονώνυμος, πολύ ώνυμος) από το ὄνυμα, αιολ. τ. τού όνομα. Πολλοί τ. τού ουδ. έχουν ουσιαστικοποιηθεῑ (πρβλ. επ ώνυμο, παρώνυμο, ιδι ώνυμο, συν ώνυμο… …   Dictionary of Greek

  • ομώνυμος — η, ο (ΑΜ ὁμώνυμος, ον) αυτός που έχει την ίδια ονομασία με κάποιον άλλο, συνώνυμος, ταυτώνυμος, συνονόματος («ὁ μὲν γὰρ πάππος τε καὶ ὁμώνυμος ἐμοί», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. α) «ομώνυμες λέξεις» οι λέξεις που προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά έχουν… …   Dictionary of Greek

  • παντώνυμος — ον, Α ο ονομαστός σε όλους, ξακουστός, ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. πολυ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • πολυώνυμος — η, ο / πολυώνυμος, ον, και ποιητ. τ. πουλυώνυμος, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλά ονόματα 2. αυτός που έχει μεγάλο όνομα, φήμη, ονομαστός, περίφημος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πολυώνυμο α) μαθημ. αλγεβρική παράσταση που σχηματίζεται από σταθερές… …   Dictionary of Greek

  • τρισώνυμος — ον, Μ (για την επιγραφή στον σταυρό τού Χριστού) αυτός που περιέχει τριπλή επανάληψη τού ονόματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τής λ. ὄνομα), πρβλ. πολυ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • τριτώνυμος — ον, Μ αυτός που έχει τρία ονόματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ώνυμος (<ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. πολυ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

  • αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”