πολυ-ώνυχος

πολυ-ώνυχος

πολυ-ώνυχος, mit vielen Nägeln, Arist. H. A. 2, 12 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρτερώνυχος — καρτερώνυχος, ον (Α) κρατερώνυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + ώνυχος (< όνυξ), το ω λόγω τής συνθέσεως (πρβλ. ευθυ ώνυχος, πολυ ώνυχος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυώνυχος — ον, Α 1. (για πουλιά) αυτός που έχει πολλά νύχια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πολυώνυχα τα θηλαστικά που έχουν διχοτομημένη οπλή, σε αντίθεση με όσα είναι μονώνυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ώνυχος (< ὄνυξ, υχος «νύχι»), πρβλ. μον ώνυχος. Το ω… …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”