πολυ-μήτωρ

πολυ-μήτωρ

πολυ-μήτωρ, ορος, ἡ, Mutter Vieler, Opp. Hal. 1, 88.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυμήτωρ — όρος, ἡ, Α η μητέρα πολλών («γαίης πολυμήτορος», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. κοινο μήτωρ, φιλο μήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • παντομήτωρ — ἡ, Μ (για την Εύα) η μητέρα όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. πολυ μήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • φιλομήτωρ — ορος, ο, η, ΝΑ (στην νεοελλ. λόγιος τ.) 1. αυτός που αγαπά πολύ τη μητέρα του 2. προσωνυμία πολλών βασιλέων τής Αιγύπτου και, κυρίως, τού Πτολεμαίου ΣΤ αρχ. ως κύριο όν. Φιλομήτωρ τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μήτωρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”