- πολυ-μήτης
πολυ-μήτης, ὁ, = πολύμητις, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-μήτης, ὁ, = πολύμητις, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυμήτης — ὁ, Α ο πολύμητις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μήτης (< μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα»), πρβλ. κακο μήτης] … Dictionary of Greek
αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… … Dictionary of Greek