πολυ-μήστωρ

πολυ-μήστωρ

πολυ-μήστωρ, ορος, ὁ, = Folgdm, Hdn. Epimer. 192.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μήστωρ — μήστωρ, ορος και ωρος, ὁ (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν ὕπατον μήστωρ ούδ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του …   Dictionary of Greek

  • πολυμήστωρ — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Θράκης, που είχε νυμφευθεί την κόρη του Πριάμου Ιλιόνη. Όταν ο Πρίαμος είδε να πλησιάζει η καταστροφή της Τροίας, έστειλε τον γιο του Πολύδωρο να μείνει με τον Π., ώσπου να γίνει άνδρας… …   Dictionary of Greek

  • med-1 —     med 1     English meaning: to measure; to give advice, healing     Deutsche Übersetzung: “messen, ermessen”     Material: A. O.Ind. masti f. “das Messen, Wägen” (*med tis, with in isolierten word not rũckgängig gemachtem alteration from d t… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”