- πολυ-αής
πολυ-αής, ές, viel od. stark wehend, αὖραι, Qu. Sm. 1, 253.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-αής, ές, viel od. stark wehend, αὖραι, Qu. Sm. 1, 253.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυαής — ές, Α αυτός που πνέει πολύ ή δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱής (< ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»), πρβλ. βαρυ αής, δυσ αής. Το μακρό ᾱ τού β συνθετικού πιθ. με έκταση λόγω συνθέσεως ή για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek