- πολυ-θαμβής
πολυ-θαμβής, ές, sehr erschrocken, Nonn. D. 14, 513.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-θαμβής, ές, sehr erschrocken, Nonn. D. 14, 513.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυθαμβής — ές, ΜΑ πολύ έκθαμβος, πολύ κατάπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ** + θαμβής (< θάμβος, τό «κατάπληξη»), πρβλ. μεγα θαμβής] … Dictionary of Greek
μεγαθαμβής — μεγαθαμβής, ές (Α) έκθαμβος, κατάπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + θαμβής (< θάμβος), πρβλ. πολυ θαμβής] … Dictionary of Greek
περιθαμβής — ές, Α 1. έκθαμβος, θαμπωμένος από το ισχυρό φως 2. καταφοβισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * θαμβής (< θάμβος), πρβλ. πολυ θαμβής] … Dictionary of Greek