- πολυ-θαλπής
πολυ-θαλπής, ές, sehr wärmend, Nonn. 14, 523.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-θαλπής, ές, sehr wärmend, Nonn. 14, 523.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυθαλπής — ές, ΜΑ πολύ θαλπερός, πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαλπής (< θάλπος, τό «θέρμη»), πρβλ. δυσ θαλπής, πυρι θαλπής] … Dictionary of Greek
κακοθαλπής — κακοθαλπής, ές (Α) αυτός που δεν θερμαίνει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θαλπής (< θάλπος), πρβλ. πολυ θαλπής] … Dictionary of Greek
περιθαλπής — ές, ΜΑ πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θαλπής (< θάλπος «ζεστασιά») πρβλ. δυσ θαλπής] … Dictionary of Greek