- πολυ-οδία
πολυ-οδία, ἡ, langer Weg, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-οδία, ἡ, langer Weg, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοδία — κακοδία, ἡ (Α) η κακή οδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + οδία (< οδος < ὁδός), πρβλ. πολυ οδία] … Dictionary of Greek