- πολυ-ομβρία
πολυ-ομβρία, ἡ, viel Regen, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-ομβρία, ἡ, viel Regen, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολιγομβρία — ὀλιγομβρία, ἡ (Α) έλλειψη βροχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ομβρία (< ὄμβριος < ὄμβρος «βροχή») πρβλ. πολυ ομβρία] … Dictionary of Greek
αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek