- πολυ-θύσανος
πολυ-θύσανος, mit vielen Troddeln, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-θύσανος, mit vielen Troddeln, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek
πολυθύσανος — η, ο / πολυθύσανος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολλούς θυσάνους, πολλές φούντες («Ἄρτεμι πολυθύσανε κούρα», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θύσανος «φούντα» (πρβλ. ευ θύσανος)] … Dictionary of Greek
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek
κάκτοι — Κοινή ονομασία μιας ομάδας παχυφύτων, που ανήκουν στην οικογένεια των κακτιδών (δικοτυλήδονα, περίπου 1.500 είδη). Περιλαμβάνει χυμώδη φυτά, χαρακτηριστικά των υποτροπικών και τροπικών ερημικών περιοχών, διαδεδομένα ιδιαίτερα στο Μεξικό και στην… … Dictionary of Greek
γυμνόλαιμα — (gymnolaimata).Οικογένεια βρυοζώων που διακρίνονται κυρίως από τον σχηματισμό πολυάριθμων αποικιών. Είναι ζώα θαλάσσια ή του γλυκού νερού, που μοιάζουν περισσότερο με φυτά. Ζουν προσκολλημένα πάνω σε βράχους, πλοία και κοχύλια. Τα γ. είναι ζώα… … Dictionary of Greek
θυσανοσωρείτες — οι (μετεωρ.) κύρια κατηγορία νεφών τα οποία έχουν τη μορφή λεπτών λευκών σφαιρών, φύλλων ή στρωμάτων, διατεταγμένων με τη μορφή πολύ λεπτών πτυχώσεων ή κυματισμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + σωρείτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cirro… … Dictionary of Greek
θυσανόπτερα — (thysanopterα). Έντομα με μέγεθος που δεν ξεπερνά το 1 χιλιοστό. Τα έντομα αυτά έχουν μυζητικό στόμα, πολύ στενά φτερά και ατελείς μεταμορφώσεις. Ζουν στα φύλλα των φυτών τα οποία απομυζούν. Πολλά από αυτά είναι παράσιτα φυτών, και γι’ αυτό… … Dictionary of Greek