πολυ-ούσιος

πολυ-ούσιος

πολυ-ούσιος, von od. mit vielem Vermögen, Gloss.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυούσιος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που έχει μεγάλη περιουσιακή αξία·]| αρχ. ουσιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ούσιος (< οὐσία), πρβλ. ομο ούσιος] …   Dictionary of Greek

  • τριούσιος — ον, Μ αυτός που αποτελείται από τρεις ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ούσιος (< οὐσία), πρβλ. πολυ ούσιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”