- πολυ-θαρσής
πολυ-θαρσής, ές, mit vieler Zuversicht, getrost, dreist; μένος, Il. 17, 156. 19, 37, wie Od. 13, 387; u. in späterer Prosa, wie Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-θαρσής, ές, mit vieler Zuversicht, getrost, dreist; μένος, Il. 17, 156. 19, 37, wie Od. 13, 387; u. in späterer Prosa, wie Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαθαρσής — μεγαθαρσής, ές (Α) πολύ θαρραλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + θαρσής (< θάρσος), πρβλ. κυνο θαρσής, πολυ θαρσής] … Dictionary of Greek
πανθαρσής — ές, Α εξαιρετικά θαρραλέος, πολύ γενναίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θαρσής (< θάρσος), πρβλ. πολυ θαρσής] … Dictionary of Greek
πολυθαρσής — ές, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, μεγάλη αυτοπεποίθηση («εἰ γὰρ νῦν Τρώεσσι μένος πολυθαρσὲς ἐνείη», Ομ. Οδ.) 2. θαρραλέος, γενναίος 3. (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με μεγάλο θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαρσής (< θάρσος,… … Dictionary of Greek
ευθαρσής — ές (ΑΜ εὐθαρσής, ές) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος αρχ. 1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός 2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία… … Dictionary of Greek