- πολυ-μέρμερος
πολυ-μέρμερος, poet. statt πολυμέριμνος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-μέρμερος, poet. statt πολυμέριμνος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυμέρμερον — Α (κατά τον Ησύχ.) «πολυμέριμνον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέρμερος «αυτός που προκαλεί φροντίδα, ανησυχία»] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… … Dictionary of Greek