- πολυ-νέφελος
πολυ-νέφελος, mit vielen Wolken, sehr wolkig, Schol. Pind. N. 3, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-νέφελος, mit vielen Wolken, sehr wolkig, Schol. Pind. N. 3, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυνέφελος — ον, και δωρ. τ. πολυνεφέλας, Α (ως προσωνυμία τού Ουρανού) αυτός που έχει πολλά νέφη, πολύ νεφελώδης, καλυμμένος με σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. α νέφελος] … Dictionary of Greek
παννέφελος — ον, Α καλυμμένος ολόκληρος από σύννεφα, εντελώς συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. πολύ νέφελος] … Dictionary of Greek
παχυνέφελος — ον, Μ αυτός που έχει χοντρά σύννεφα («τὸ πρόσωπο τοῡ...ἡλίου ἀχλύες παχυνέφελοι θολοῡσι», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. πολυ νέφελος] … Dictionary of Greek