πολυ-μέριμνος

πολυ-μέριμνος

πολυ-μέριμνος, sorgenvoll; Arist. mund. 6; Schol. Soph. Ai. 1228.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεπτομέριμνος — ον (Α) 1. συνεσταλμένος, διακριτικός 2. αυτός που μεριμνά για πράγματα μηδαμινά, ανάξια λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. α μέριμνος, πολυ μέριμνος] …   Dictionary of Greek

  • πολυμέριμνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλές μέριμνες, πολλές φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. οξυ μέριμνος] …   Dictionary of Greek

  • οξυμέριμνος — ὀξυμέριμνος, ον (Α) αυτός που έτυχε μεγάλης φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μέριμνα (πρβλ. πολυ μέριμνος)] …   Dictionary of Greek

  • περιμέριμνος — ον, Μ πολύ προσεκτικός. επίρρ... περιμερίμνως με μεγάλη προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μέριμνος (μέριμνα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”