- πολυ-βλής
πολυ-βλής, ῆτος, viel getroffen, Apoll. L. H. v. ἀβλής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-βλής, ῆτος, viel getroffen, Apoll. L. H. v. ἀβλής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυβλής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χτυπήσει πολλούς («πολυβλῆτα οἷον πολλοὺς βεβληκότα», Απολλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλής (< βάλλω), πρβλ. κεραυνο βλής] … Dictionary of Greek