- πολυ-βλέφαρος
πολυ-βλέφαρος, mit vielen Augenlidern, Nonn. D. 20, 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-βλέφαρος, mit vielen Augenlidern, Nonn. D. 20, 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυβλέφαρος — ον, Μ 1. αυτός που έχει μεγάλα βλέφαρα 2. αυτός που έχει πυκνές και μεγάλες βλεφαρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. χαριτο βλέφαρος] … Dictionary of Greek