- πολυ-αλθής
πολυ-αλθής, ές, viele Krankheiten heilend, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-αλθής, ές, viele Krankheiten heilend, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυαλθής — ές, Α αυτός που θεραπεύει πολλές νόσους, ο πολύ ιαματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. ευ αλθής, παν αλθής] … Dictionary of Greek
ωμαλθής — ές, Α (για έλκος) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. πολυ αλθής) … Dictionary of Greek