- πολυ-βοησία
πολυ-βοησία, ἡ, v. l. für περιβοησία, Artemid. 2, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-βοησία, ἡ, v. l. für περιβοησία, Artemid. 2, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυβοησία — ἡ, Α η περιβοησία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βόησις, κατά τα θηλ. σε ία (πρβλ. περι βοησία)] … Dictionary of Greek