- πολυ-βάρβαρος
πολυ-βάρβαρος, sehr barbarisch, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-βάρβαρος, sehr barbarisch, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάρβαρος — η, ο 1. απολίτιστος, απαίδευτος: Λέγεται πως η τεχνολογία μπορεί να κάνει τους ανθρώπους βάρβαρους. 2. σκληρός, βίαιος: Φέρεται στους εργαζόμενους με πολύ βάρβαρο τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυβάρβαρος — ον, Α πολύ βάρβαρος («πολυβάρβαρον ἔθνος», χρησμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βάρβαρος] … Dictionary of Greek
τριβάρβαρος — ον, ΜΑ ο πολύ βάρβαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + βάρβαρος] … Dictionary of Greek
τρισβάρβαρος — η, ο, Ν πολύ βάρβαρος («τρισβάρβαρα τα Ελληνικά των, οι άθλιοι», Καβάφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + βάρβαρος] … Dictionary of Greek
τρισεπιβάρβαρος — ον, Μ πάρα πολύ βάρβαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + ἐπί + βάρβαρος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Греческие имена — Ниже приводится список имён греческого происхождения. Многие греческие имена входят в другие языки, но они более популярны среди самих греков. Содержание 1 А 2 В 3 Г 4 Д … Википедия
Список имён греческого происхождения — Эта статья или раздел нуждается в переработке. Пожалуйста, улучшите статью в соответствии с правилами написания статей … Википедия
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Σολωμός, Διονύσιος — Έλληνας ποιητής (Ζάκυνθος 1798 Κέρκυρα 1857). Σε ηλικία δέκα ετών, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, τον έστειλε ο κηδεμόνας του στην Ιταλία, όπου έμεινε δέκα χρόνια, κατά τα οποία φοίτησε σε σχολεία διαφόρων πόλεων (Βενετία, Κρεμόνα,… … Dictionary of Greek