πολυ-κύδιστος

πολυ-κύδιστος

πολυ-κύδιστος, auch 2 Endgn, vielgerühmt, hochgepriesen; πολυκυδίστη σοφία, Agath. 49 (IX, 657); πολυκύδιστος ϑεσμοσύνη, 87 (VII, 593).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κύδιστος — κύδιστος, ίοτη, ον (Α) (υπερθ. τού κυδρός) 1. πολύ φημισμένος, ενδοξότατος («Ζεῡ κύδιστε μέγιστε», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) μέγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος υπερθ. τού επιθ. κυδρός (σχηματισμένος από το θ. της λ. κῦδος) + κατάλ. ιστος (πρβλ. αἴσχ… …   Dictionary of Greek

  • πολυκύδιστος — η, ον, Α (για πρόσ.) ο πάρα πολύ φημισμένος, πάρα πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύδιστος, υπερθ. τού κυδρός «ένδοξος» (< κῦδος, τὸ «δόξα, φήμη»)] …   Dictionary of Greek

  • ύψιστος — η, ο / ὕψιστος, ίστη, ον, ΝΜΑ 1. πάρα πολύ ψηλός, υψηλότατος 2. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε πολύ μεγάλο ύψος («πρὶν ἂν πρὸς αὐτὸν Καύκασον μόλης, ὀρων ὕψιστον», Αισχύλ.) 3. ανώτερος όλων, υπέρτατος 4. πάρα πολύ σημαντικός, μέγιστος (α.… …   Dictionary of Greek

  • ύψος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάτω Κορακιάνας. * * * ους, το / ὕψος, εος, ΝΜΑ 1. η από τη βάση ώς την κορυφή ενός σώματος κατακόρυφη απόσταση (α. «το ύψος τού κτηρίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”