πολυ-κύμαντος

πολυ-κύμαντος

πολυ-κύμαντος, viel od. sehr wogend, nur Conj. für πολυαίματος, s. das Folgde.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυκύμαντος — η, ο / πολυκύμαντος, ον, ΝΜ νεοελλ. πολυτάραχος, περιπετειώδης (α. «πολυκύμαντη σταδιοδρομία», β. «πολυκύμαντος βίος») μσν. αυτός που κυματίζει πολύ, που έχει πολλά κύματα («πολυκύμαντος θάλασσα», Άννα Κομν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμαντος… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοκύμαντος — ὀλιγοκύμαντος, ον (Μ) αυτός που έχει λίγα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + κυμαίνω (< κῦμα), πρβλ. πολυ κύμαντος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”