- πολυ-γύμναστος
πολυ-γύμναστος, viel od. lange geübt, auch lange übend, quälend, κακόν, Luc. Tox. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-γύμναστος, viel od. lange geübt, auch lange übend, quälend, κακόν, Luc. Tox. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυγύμναστος — ον, Α 1. ο πολύ γυμνασμένος, πολύ εξασκημένος 2. (κατ επέκτ.) ο πολύπειρος («ποικίλον τι καὶ πολυγύμναστον κακόν» μεγάλης ποικιλίας και πολύπειρο κακό [δηλαδή η γυναίκα], Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γύμναστος (< γυμνάζω), πρβλ. α… … Dictionary of Greek