πολυ-γύναιξ

πολυ-γύναιξ

(πολυ-γύναιξ) der gen. πολυγύναικος u. s. w., Strab. XVII u. A., wie πολυγύνης, = Folgdm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημιγύναιξ — ἡμιγύναιξ, ό, ἡ (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ, εν μέρει γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γυναιξ (< γυνή), πρβλ. α γύναιξ, πολυ γύναιξ] …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • φιλογύναικες — οἱ, Α αυτοί που τούς αρέσουν πολύ οι γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γύναικες, πληθ. τού γύναιξ (< γυνή, αικός, βλ. λ. γυναίκα), πρβλ. πρωτο γύναικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”