- πολυ-αυξής
πολυ-αυξής, ές, sehr gewachsen, groß, Nic. Ther. 73. 597.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-αυξής, ές, sehr gewachsen, groß, Nic. Ther. 73. 597.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυαυξής — ές, Α 1. πολύ αυξημένος 2. μεγάλος σε μέγεθος («πολυαυξής μόσχος», Νικ.) 3. ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. νεο αυξής] … Dictionary of Greek
μυελαυξής — μυελαυξής, ές (Α) αυτός που συμβάλλει στην αύξηση τού μυελού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + αυξής (< αὐξάνω), πρβλ. νεο αυξής, πολυ αυξής] … Dictionary of Greek
νεοαυξής — νεοαυξής, ές (Α) νεοαύξητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. πολυ αυξής] … Dictionary of Greek
φιλαυξής — ους, ὁ, ἡ, Μ αυτός που αγαπά την αύξηση, που τείνει να αυξάνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. πολυ αυξής] … Dictionary of Greek