πολυ-αχθής

πολυ-αχθής

πολυ-αχθής, ές, sehr lästig; λιμός, Qu. Sm. 10, 38; Schol. Nic. Al. 321.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυαχθής — ές, Α 1. πολύ επαχθής, καταθλιπτικός, ολέθριος («πολυαχθής λιμός», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αχθής (< ἄχθομαι «έχω βάρος, στενοχωριέμαι»), πρβλ. βαρυ αχθής] …   Dictionary of Greek

  • θυρσαχθής — θυρσαχθής, ές (Α) (πιθ. εσφ. ανάγν. αντί θυρσεγχής) (για τον Βάκχο) θυρσοφόρος ή αυτός που κρατάει και πάλλει τον θύρσο σαν δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + αχθής (< άχθος), πρβλ. επ αχθής, πολυ αχθής] …   Dictionary of Greek

  • ισοαχθής — ἰσοαχθής, ές (Α) αυτός που έχει το ίδιο βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + αχθής (< ἄχθος «βάρος»), πρβλ. βαρυ αχθής, πολυ αχθής] …   Dictionary of Greek

  • υπεραχθής — ές, Α 1. βαρυφορτωμένος 2. πολύ βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ἐπ αχθής, κατ αχθής] …   Dictionary of Greek

  • βαρυαχθής — ( οῡς), ές (Α) 1. πολύ βαρύς 2. πολύ επαχθής, φορτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος»] …   Dictionary of Greek

  • εριαχθής — ἐριαχθής, ές (Α) αυτός που έχει βαρύ έριον, ο βαθύμαλλος ή ο πολύ βεβαρημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) ή έριον + αχθής (< άχθος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”