πολυ-αυχήν

πολυ-αυχήν

πολυ-αυχήν, ένος, = πολυαύχενος, Geopon.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυαύχην — ένος, ὁ, ἡ, ΜΑ πολυαύχενος μσν. αυτός που έχει πολύ ευτραφή αυχένα, χοντρό σβέρκο («ἐγκρίνουσι δὲ καὶ τοὺς μέγα τὸ χάσμα ἔχοντας, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς πολυαύχενας καὶ τοὺς πολυτραχήλους», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αὐχήν, ένος (πρβλ. ερι αύχην …   Dictionary of Greek

  • τριαύχην — ενος, ὁ, ἡ, και τριαύχενος, ον, Α αυτός που έχει τρεις αυχένες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + αὐχήν, ένος (πρβλ. πολυ αύχην)] …   Dictionary of Greek

  • αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …   Dictionary of Greek

  • μυριαύχενος — μυριαύχενος, ον (Μ) (για την ύδρα) αυτός που έχει αναρίθμητους αυχένες, πολλά κεφάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + αύχενος (< αὐχήν, αὐχένος), πρβλ. πολυ αύχενος] …   Dictionary of Greek

  • πολυαύχενος — η, ο / πολυαύχενος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς αυχένες νεοελλ. φρ. «πολυαύχενο όρος» βουνό με πολλούς αυχένες, πολλά διάσελα αρχ. φρ. «πολυαύχενον αἷμα» αίμα που προέρχεται από τη σφαγή πολλών αυχένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αύχενος (<… …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”