- πολυ-ψήφῑς
πολυ-ψήφῑς, ῑδος, mit vielen Steinchen, bes. im Flußbette; Ἕρμος, Orak. bei Her. 1, 55 u. bei Plat. Rep. VIII, 566 c; ῥηγμίν, Naumach. 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-ψήφῑς, ῑδος, mit vielen Steinchen, bes. im Flußbette; Ἕρμος, Orak. bei Her. 1, 55 u. bei Plat. Rep. VIII, 566 c; ῥηγμίν, Naumach. 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυψήφις — και επικ. τ. πουλυψήφις, ιδος, ὁ, ἡ, Α (σχετικά με πόλεις, με την κοίτη ποταμών ή με παραλία) αυτός που έχει πολλές ψηφίδες, πολλά χαλίκια (α. «πολυψήφις ῥηγμὶν θαλάσσης», Ναυμάχ. β. «πουλυψήφις Κυρήνη», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψηφίς, ῖδος… … Dictionary of Greek