- πολυ-ψάμαθος
πολυ-ψάμαθος, = πολύψαμμος, χῶμα, Aesch. Suppl. 849.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-ψάμαθος, = πολύψαμμος, χῶμα, Aesch. Suppl. 849.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυψάμαθος — ον, Α πολύ αμμώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψάμαθος «άμμος» (πρβλ. λεπτο ψάμαθος)] … Dictionary of Greek
φιλοψάμαθος — ον, ΜΑ αυτός που αγαπά την άμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ψάμαθος «άμμος» (πρβλ. λεπτο ψάμαθος, πολυ ψάμαθος)] … Dictionary of Greek