- πολυ-ωπός
πολυ-ωπός, mit vielen Oeffnungen, Löchern, δί. κτυον, Od. 22, 386; mit vielen Augen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-ωπός, mit vielen Oeffnungen, Löchern, δί. κτυον, Od. 22, 386; mit vielen Augen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπή — η (ΑΜ ὀπή, Α δωρ. τ. ὀπά) άνοιγμα ή κοίλη εσοχή σε κάποιο σώμα, τρύπα νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) θετικά φορτισμένη περιοχή στη ζώνη σθένους ενός ατόμου, η οποία δημιουργείται κατά τη μετακίνηση ενός ηλεκτρονίου από τη ζώνη σθένους προς τη ζώνη… … Dictionary of Greek
τηλωπός — ή, όν, θηλ. και τηλῶπις, Α 1. ο ορατός από πολύ μακριά 2. μτφ. αυτός που γίνεται αισθητός από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + ωπός (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. πολυ ωπός] … Dictionary of Greek
πολυωπός — όν, Α αυτός που έχει πολλές οπές, πολυωπής (Ι)* («ἰχθύας... ἔκτοσθε θαλάσσης δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ωπός (< ὀπή «τρύπα»), πρβλ. στεν ωπός. Το ω τού β συνθετικού οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
okʷ- , (*heĝʷh- ) — okʷ , (*heĝʷh ) English meaning: to see; eye Deutsche Übersetzung: ‘sehen” Note: besides ok , see there Note: Root okʷ : to see; eye derived from Root deik ̂ : to show” : Root dek ̂ 1 : “to take, *offer a sacrifice, observe a … Proto-Indo-European etymological dictionary
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
χαρωπός — ή, ό / χαρωπός, ή, όν, ΝΜΑ, και χαροπός, ή, όν, θηλ. και ός, ΜΑ 1. αυτός τού οποίου τα μάτια, το βλέμμα και η έκφραση του δηλώνουν χαρά 2. συνεκδ. εύθυμος, χαρούμενος μσν. αρχ. (κυρίως για αρπακτικά ζώα) αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια και,… … Dictionary of Greek
κουνούπι — Κοινή ονομασία δίπτερων εντόμων της οικογένειας culicidae, της υπόταξης των νηματοκέρων. Τα κ. έχουν λεπτό σώμα, που ανάλογα με το είδος μπορεί να ποικίλλει σε μήκος από 3 έως 15 χιλιοστά, και το οποίο φέρει μακριά πόδια. Το μικρό κεφάλι τους… … Dictionary of Greek
αιγίλωψ — (aegilops). Επιστημονική ονομασία γένους μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Είναι χρήσιμα φυτά, γιατί αποτελούν ζωοτροφή. Από τα 15 είδη του γένους τα 9 ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Τα κυριότερα από τα ελληνικά είδη είναι ο α … Dictionary of Greek
αυλώπις — αὐλῶπις, η (Α) 1. «αὐλῶπις τρυφάλεια» (Όμηρος) περικεφαλαία με σωληνοειδή υποδοχή απ όπου βγαίνει το λοφίο ή με στενή σχισμή για τα μάτια 2. «αὐλῶπις λόγχη» η λόγχη που έχει αυλάκια από τις δύο μεριές της (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + ωπις*, θηλ … Dictionary of Greek
θωψ — θώψ, ωπός ὁ (Α) 1. ο κόλακας, αυτός που υποθάλπει ανειλικρινώς τον εγωισμό και τη ματαιοδοξία κάποιου («ἤν τε θεραπεύη τις κάρτα, ἄχθεται ἅτε θωπί» αν κανείς τόν περιποιείται πάρα πολύ, τόν υποπτεύεται ως κόλακα, Ηρόδ.) 2. ως επίθ. φρ. «θῶπες… … Dictionary of Greek
μαστροπός — ο και η (Α μαστροπός) αυτός που προμηθεύει σε άλλους γυναίκες για ανήθικους σκοπούς, που σπρώχνει γυναίκες στην πορνεία, προαγωγός, ρουφιάνος, εκμαυλιστής («ἀλλ οὐ μαστροπὸς ἐγὼ τῆς ἐμαυτοῡ γυναικός», Λουκιαν.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που γοητεύει,… … Dictionary of Greek