- πολυ-χείμερος
πολυ-χείμερος, sehr winterlich; ὥρη, der Winter, Opp. Cyn. 1, 429.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-χείμερος, sehr winterlich; ὥρη, der Winter, Opp. Cyn. 1, 429.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χείμερος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για χρονικές περιόδους) αυτός που χαρακτηρίζεται από σφοδρή κακοκαιρία, πάρα πολύ ψυχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. σχηματισμένος υστερογενώς κατ απόσπαση από σύνθ. τ., πρβλ. δυσ χείμερος, εὐ χείμερος, τών οποίων το β συνθετικό… … Dictionary of Greek
πολυχείμερος — ον, Α ο πολύ χειμερινός, αυτός που έχει βαρύ χειμώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χείμερος, ποιητ. τ. τού χειμέριος «χειμερινός» (< χεῖμα, τὸ, «χειμώνας»), πρβλ. κακο χείμερος] … Dictionary of Greek
χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek