- πολυ-χειρία
πολυ-χειρία, ἡ, Menge von Händen, Βριάρεω, Polem. 1, 43; von Arbeitern, Helfern, Thuc. 2, 77; Xen. Cyr. 3, 3, 26; Pol. 8, 5, 2; D. Sic. 11, 2, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-χειρία, ἡ, Menge von Händen, Βριάρεω, Polem. 1, 43; von Arbeitern, Helfern, Thuc. 2, 77; Xen. Cyr. 3, 3, 26; Pol. 8, 5, 2; D. Sic. 11, 2, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθαροχειρία — καθαροχειρία, ἡ (Μ) το να έχει κάποιος χέρια καθαρά και αγνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + χειρία (< χειρ < χείρ), πρβλ. θρασυ χειρία, πολυ χειρία] … Dictionary of Greek