- πολυ-χανδής
πολυ-χανδής, ές, viel fassend; ὅλμος, Nic. Th. 951; λαιμός, Nonn. D. 11, 162.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-χανδής, ές, viel fassend; ὅλμος, Nic. Th. 951; λαιμός, Nonn. D. 11, 162.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυχανδής — ές, ΜΑ 1. (κυρίως για υδροφόρα αγγεία) αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα, που χωράει πολλά 2. ευρύχωρος, φαρδύς («λαιμὸς πολυχανδής», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χανδής (< χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω»), πρβλ. ευρυ χανδής] … Dictionary of Greek